κατόπι

κατόπι
κατόπι και κατόπιν επίρρ.
1. τοπ., πίσω: Κατόπιν από τον πρωθυπουργό ακολουθούσαν οι υπουργοί.
2. χρον. ύστερα από κάτι, έπειτα: Πήγαινε τώρα συ, εγώ θα έλθω κατόπιν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατόπιν — και κατόπι (ΑΜ κατόπιν, Μ και κατόπι) επίρρ. 1. τοπ. έπειτα από κάποιον άλλο στη σειρά (α. «έρχεται κατόπι μου» β. «ἵδρυσε τὴν στρατιάν κατόπιν αὐτῶν», Πλούτ.) 2. χρον. ύστερα από κάτι, ακολούθως, μετά (α. «πήγαινε και εγώ θα έλθω κατόπιν» β.… …   Dictionary of Greek

  • κατάπιστα — (Μ) επίρρ. από πίσω, το κατόπι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο *κατοπιστά (με αφομοίωση τού ο σε α < κατόπι(ν) ή κατόπισθεν + στά, κατά τα επιρρ. σέ στά, πρβλ. μπροστά] …   Dictionary of Greek

  • έπειτα — επίρρ. χρον. 1. κατόπι, ύστερα, μετέπειτα, αργότερα. 2. εκτός από αυτό, επίσης, εξάλλου, άλλωστε: Είναι δύσκολο, έπειτα είναι και επικίνδυνο. 3. με την πρόθ. από, που ακολουθεί σημαίνει, α. κατόπι, ύστερα, μετά: Έπειτα από πολλά χρόνια. β.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έπομαι — 1. έρχομαι κατόπι, ακολουθώ. 2. στο γ πρόσωπο εν., έπεται προκύπτει, βγαίνει ως συμπέρασμα: Από αυτό έπεται ότι θα έχουμε εκλογές. 3. η μτχ., επόμενος, επόμενη και επομένη, ο επίρρ. επομένως ως επίθ., α. που έρχεται κατόπι, που ακολουθεί, ύστερος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μισεμός — και μισευμός, ο (Μ μισεμός και μισσεμός και μισευμός) [μισεύω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μισεύω, η αναχώρηση κάποιου από την πατρική εστία και η διαμονή του σε ξένο τόπο, η ξενιτιά, η αποδημία, ο εκπατρισμός («τού μισεμού σου κατόπι… …   Dictionary of Greek

  • παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • ακολουθώ — και ακλουθώ και ακλουθάω ησα, ήθηκα 1. έρχομαι κατόπι: Τον ακολουθούσε όπου πήγαινε. 2. είμαι οπαδός κάποιου: Ακολουθεί τις απόψεις του Φρόιντ. 3. έπομαι ως αποτέλεσμα: Τη φυγοπονία ακολουθεί δυστυχία. 4. συμμορφώνομαι σε κάτι: Ακολουθώ τις… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανασχηματίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. ξαναφέρνω κάτι στο προηγούμενο σχήμα του: Διάλυσε το παιχνίδι και το ανασχημάτισε κατόπι σε ελάχιστα λεπτά. 2. δίνω σε κάτι νέο σχήμα, μεταρρυθμίζω: Λέγεται ότι πολύ σύντομα η κυβέρνηση θα ανασχηματιστεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανθρακεύω — ευσα, εύτηκα, ευμένος 1. φτιάχνω ξυλοκάρβουνο: Τους απαγόρεψαν να ανθρακεύουν στο δάσος του χωριού. 2. προμηθεύομαι γαιάνθρακες για την κίνηση πλοίου ή σιδηρόδρομου: Ανθράκευσαν στη Νεάπολη και κατόπι συνέχισαν το ταξίδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”